Χριστίνα Καρτσωνάκη: «Πίσω από κάθε δίαιτα, μια ιστορία» | Star.gr
Χριστίνα Καρτσωνάκη: «Πίσω από κάθε δίαιτα, μια ιστορία». Ποια ιστορία συγκίνησε περισσότερο τη διαιτολόγο Χριστίνα Καρτσωνάκη;
Η Χριστίνα Καρτσωνάκη –διαιτολόγος και συγγραφέας– βλέπει τη διατροφή όχι σαν κανόνες και περιορισμούς, αλλά σαν έναν καθρέφτη της σχέσης μας με τον εαυτό. Στο βιβλίο της «10 Ιστορίες στο Γραφείο ενός Διαιτολόγου» πίσω από κάθε πιάτο αναζητά μια ιστορία, μια ανάγκη, ένα συναίσθημα. Με τρυφερότητα και ειλικρίνεια, μιλά για τις κρυφές πληγές που συχνά κρύβονται πίσω από το «θέλω να χάσω κιλά» και μας καλεί να δούμε το φαγητό όχι σαν εχθρό, αλλά σαν μια πράξη φροντίδας. Σε μια εποχή τελειότητας και φίλτρων, μάς θυμίζει πως η αληθινή αυτοβελτίωση ξεκινά με καλοσύνη – προς το σώμα και την ψυχή.
-Το βιβλίο ξεκινά από το πιάτο και καταλήγει στην καρδιά. Πώς γεννήθηκε αυτή η ιδέα να διηγηθείτε ιστορίες ζωής μέσα από τον χώρο της διατροφής;
Η ιδέα γεννήθηκε μέσα στο ίδιο το γραφείο μου. Εκεί όπου το πιάτο δεν ήταν ποτέ απλώς θερμίδες και γραμμάρια, αλλά ένα παράθυρο στις ζωές των ανθρώπων. Κάθε φορά που κάποιος μιλούσε για το φαγητό του, στην πραγματικότητα μιλούσε για κάτι βαθύτερο: για παιδικές αναμνήσεις, για χαρές , απώλειες, φόβους και ελπίδες. Σιγά σιγά συνειδητοποίησα ότι η διατροφή είναι το πιο απτό κομμάτι μιας πολύ πιο πλούσιας αφήγησης: της σχέσης μας με τον εαυτό μας, με τους άλλους, με τη ζωή. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα να γράψω ιστορίες. Γιατί πίσω από κάθε δίαιτα υπάρχει μια ιστορία καρδιάς, κι αν την αφηγηθείς, τότε το φαγητό παύει να είναι εχθρός και γίνεται γέφυρα∙ μια γέφυρα που ενώνει το πιάτο με την ψυχή.
-Στο βιβλίο λέτε πως η απώλεια βάρους είναι συχνά πρόσχημα για κάτι πιο βαθύ. Ποια είναι, τελικά, η πιο συνηθισμένη «κρυφή πληγή» που βλέπετε πίσω από το αίτημα «θέλω να χάσω κιλά»;
Αν δεν υπάρχει θέμα υγείας που εκεί μιλάμε για κλινικούς λόγους, η ανάγκη για αποδοχή είναι η πιο <<κρυφή πληγή>> για τους περισσότερους ανθρώπους που συναντάμε στο γραφείο ενός διαιτολόγου. Η αποδοχή, η οποία μπορεί να έχει πολλά πρόσωπα, όπως είναι η μεγαλύτερη προσοχή από τον σύντροφός , η ανάγκη να με δεχτούν οι φίλοι μου ή να κάνω καλή πρώτη εντύπωση στους υποψήφιους πελάτες, μέχρι η πιο απλή σκέψη να χάσω βάρος για να μπορώ να βγάλω ωραίες φωτογραφίες για τα social media και να πάρω το περιβόητο like. Και βέβαια, δεν ξεχνάμε την πιο σημαντική μορφή την αυτό-αποδοχή : αν χάσω κιλά και μου αρέσω περισσότερο, θα αξίζω και μεγαλύτερη προσοχή, άρα θα φέρομαι καλύτερα στον εαυτό μου. Και αυτές είναι κάποιες αυτόματες μόνο σκέψεις, σκεφτείτε πόσες ακόμα ανάγκες και πράξεις προέρχονται από την ανάγκη να μας αποδέχονται…
-Ποια από τις 10 ιστορίες σας συγκίνησε περισσότερο και γιατί; Υπάρχει κάποια που ακόμη σας “ακολουθεί”;
Πρώτα από όλα να σας αναφέρω πως η βάση όλων των ιστοριών είναι αληθινή, αλλά από εκεί και πέρα έρχεται και η μυθοπλασία, η φαντασία μου και τα νοήματα στα οποία θέλω να
δώσω έμφαση. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια συγκεκριμένη, γιατί όσο το σκέφτομαι σε όλες υπάρχει ένα μικρό κομμάτι που ταυτίζομαι και δεν μιλάω από την θέση της θεραπεύτριας, αλλά από την πλευρά του διαιτώμενου, ενός ανθρώπου που ακόμα παλεύει με τις δικές του ανασφάλειες και πάντα θα έχει την ανάγκη της αποδοχής ( αυτή η επιθυμία που σε κάνει να θες να σε αγαπούν λίγο παραπάνω… ). Πόσες φορές μετά από έναν χωρισμό που θέλω να κάνω αλλαγές ξεκινάω να χάσω βάρος ή να γυμναστώ για να αλλάξει το σώμα μου όπως ο μηχανόβιος ήρωας με το αχλάδι και την γκοργκοντζόλα (ιστορία 1), άλλες φορές πάλι που δεν μπορώ να πειθαρχήσω κατά φεύγω σε λύσεις ανάγκης όπως η κυρία από την δεύτερη ιστορία που σε πράγματα δικής της επιλογής έβαζε ένα πρέπει να την κυνηγά και όχι το θέλω. και μπορώ να αναφέρω και κάτι <<δικό μου>> σε κάθε μία ιστορία.
-Οι χαρακτήρες σας είναι καθημερινοί άνθρωποι, γεμάτοι αντιφάσεις. Πόσο εύκολο είναι για έναν διαιτολόγο να διαχειριστεί όχι μόνο τη διατροφή αλλά και το συναίσθημα του άλλου;
Οι άνθρωποι που συναντώ φέρνουν ολόκληρη τη ζωή τους, τις αντιφάσεις τους, τις συνήθειες που δεν αλλάζουν εύκολα, τις ενοχές που βαραίνουν ένα πιάτο, αλλά και τις μικρές νίκες που φωτίζουν την πορεία τους. Για έναν διαιτολόγο, αυτό είναι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση: να δει πέρα από τους αριθμούς και να αφουγκραστεί το συναίσθημα. Δεν είναι πάντα εύκολο – γιατί δεν κρατάς μόνο στα χέρια σου μια μεζούρα ή μια ζυγαριά, αλλά την ευαισθησία ενός ανθρώπου που θέλει να αλλάξει χωρίς να χάσει τον εαυτό του, αλλά δεν θέλει και να κοπιάσει για αυτό τις περισσότερες φορές ( η πιο μεγάλη αντίφαση).Η διαχείριση, λοιπόν, δεν είναι μόνο επιστημονική· είναι και βαθιά ανθρώπινη. Είναι η ικανότητα να σταθείς δίπλα στον άλλον με κατανόηση, χωρίς να μπερδεύεις τον ρόλο του ειδικού με εκείνον του φίλου, αλλά και χωρίς να ξεχνάς ότι πίσω από κάθε “δίαιτα” κρύβεται μια ιστορία ψυχής που ζητά να ακουστεί.
-Τι σημαίνει για εσάς ο σεβασμός στο φαγητό; Και πώς συνδέεται, τελικά, με τον σεβασμό προς το σώμα μας αλλά και προς τον εαυτό μας συνολικά;
Το φαγητό αποτελεί την πρώτη μορφή φροντίδας και θρέψης, η μητέρα ταΐζει το έμβρυο μέσω του πλακούντα, μετά το βρέφος μέσω του θηλασμού, στην πορεία του μαγειρεύει την τροφή. Ένας υγιής ενήλικας πως μπορεί να θρέψει καλύτερα τον εαυτό του από το να φροντίζει την τροφή του. Για να γίνει πιο κατανοητό σκεφτείτε την τροφή σαν την βενζίνη και το σώμα μας ως ένα πολύ ακριβό αυτοκίνητο, τι ποιότητα βενζίνης θα του βάζαμε? Μα την καλύτερη για να αποδώσει και καλύτερα .
-Ποιο είναι το μεγαλύτερο διατροφικό στερεότυπο που πιστεύετε ότι κουβαλάει η ελληνική κοινωνία; Πώς το βλέπετε να επηρεάζει την ψυχολογία των ανθρώπων;
Αν έπρεπε να διαλέξω ένα στερεότυπο που βαραίνει την ελληνική κοινωνία, θα έλεγα την πεποίθηση ότι η καλή διατροφή σημαίνει στέρηση. Μεγαλώσαμε ακούγοντας πως το “σωστό” πιάτο είναι το άνοστο, πως ό,τι μας χαρίζει απόλαυση κρύβει μέσα του και μια ενοχή. Κι έτσι το φαγητό, που θα έπρεπε να είναι γιορτή και συντροφιά, γίνεται φόβος και βάρος. Βλέπω καθημερινά ανθρώπους που δεν τρώνε· τιμωρούνται. Άλλους που μετρούν τις μπουκιές τους σαν στρατιώτες σε παρέλαση, κι ύστερα, στο σκοτάδι του σπιτιού, παραδίδονται στην υπερβολή. Το στερεότυπο αυτό τους πληγώνει όχι στο στομάχι αλλά στην ψυχή: τους μαθαίνει να ζουν με ενοχή αντί με μέτρο, με φόβο αντί με ισορροπία. Κι όμως, η διατροφή δεν είναι ποινή. Είναι γλώσσα αγάπης προς τον εαυτό και τους άλλους· είναι η ανάμνηση της γιαγιάς που μοσχομύριζε το σπίτι με φαγητό, το τραπέζι που μας ενώνει. Όταν το καταλάβουμε αυτό, τότε η ψυχολογία ανασαίνει. Το φαγητό παύει να είναι εχθρός και γίνεται σύμμαχος· κι εκεί αρχίζει η αληθινή ελευθερία.
-Γίνεται συχνά λόγος για την αυτοβελτίωση ως “πρότζεκτ”. Το βιβλίο σας όμως τοποθετεί την αυτοβελτίωση αλλιώς. Ποια είναι η δική σας προσέγγιση;
Η λέξη<< πρότζεκτ>> κουβαλά μέσα της κάτι ψυχρό, σχεδόν μηχανικό∙ ένα σχέδιο με αρχή και τέλος, με στόχους που τσεκάρονται σαν κουτάκια σε λίστα. Η αυτοβελτίωση όμως, έτσι όπως την αφουγκράζομαι μέσα από τις ιστορίες του βιβλίου μου, δεν είναι εργολαβία. Δεν είναι μια διαδικασία που τελειώνει μόλις φτάσουμε “εκεί”. Τη βλέπω πιο πολύ σαν ποτάμι: κυλάει, άλλοτε ορμητικά, άλλοτε ήσυχα, κι εμείς μαθαίνουμε να κολυμπάμε μέσα της. Κάθε εμπειρία, κάθε λάθος, κάθε μικρή νίκη προσθέτει καινούριο νερό στη ροή. Δεν πρόκειται για μια μάχη με τον εαυτό μας, αλλά για έναν διάλογο μαζί του. Η αυτοβελτίωση, λοιπόν, δεν είναι το έργο μιας ζωής∙ είναι η ίδια η ζωή. Δεν έχει τελική παράδοση, έχει συνεχή κίνηση. Κι όταν τη δούμε έτσι, τότε παύουμε να την κυνηγάμε με άγχος και αρχίζουμε να τη ζούμε με ευγνωμοσύνη.»
-Στην εποχή των social media και της «τέλειας εικόνας», πώς μπορούμε να καλλιεργήσουμε μια πιο υγιή σχέση με τον εαυτό μας και το σώμα μας;
Στην εποχή των social media, όπου η εικόνα συχνά βαραίνει περισσότερο από την ουσία, χρειάζεται να ξαναχτίσουμε μια πιο γνήσια σχέση με τον εαυτό μας. Άλλωστε όπως συχνά λέω η τελειότητα είναι βαρετή, η αυθεντικότητα είναι αυτή που μένει. Για να φτάσουμε όμως σε αυτό το επίπεδο, καλό θα ήταν να υιοθετήσουμε απλές, καθημερινές πρακτικές όπως το να φιλτράρουμε το περιεχόμενο που καταναλώνουμε. Να ακολουθούμε λογαριασμούς που μας εμπνέουν χωρίς να μας βάζουν στη διαδικασία της σύγκρισης. Κάθε σώμα είναι μοναδικό και δεν χρειάζεται την πλασματική τελειότητα των social media. Επίσης , δεν πρέπει να εξοντώνουμε το σώμα μας αλλά να το ακούμε και λαμβάνουμε τα σήματα του: πείνα, κορεσμό, ανάγκη για ξεκούραση ή κίνηση. Ακόμα να μην είμαστε τόσο αυστηροί με την εικόνα μας ,να καλλιεργούμε την τρυφερότητα προς τον εαυτό, μιλώντας του όπως θα μιλούσαμε σε έναν αγαπημένο μας άνθρωπο. Και τέλος να θυμόμαστε ότι η αξία μας δεν μετριέται σε κιλά ή likes, αλλά στις σχέσεις, στις εμπειρίες και στη χαρά που μπορούμε να δημιουργούμε.Όσο πιο πολύ στρέφουμε την προσοχή μας στην πραγματική φροντίδα και λιγότερο στη βιτρίνα, τόσο πιο ελεύθερη και υγιής γίνεται η σχέση μας με το σώμα και τον εαυτό μας.»
-Ποιος είναι ο δικός σας ρόλος ως διαιτολόγος – coach – ακροάτρια; Υπάρχει όριο μεταξύ επιστημονικής καθοδήγησης και συναισθηματικής στήριξης;
«Ο ρόλος μου ως διαιτολόγος δεν περιορίζεται ποτέ μόνο σε αριθμούς, θερμίδες και μετρήσεις. Ως επαγγελματίας υγείας προσφέρω επιστημονική γνώση, διατροφική εκπαίδευση και ως coach βοηθώ τον άνθρωπο να βρει δύναμη και στόχο∙ κι ως ακροάτρια του δίνω χώρο
να μοιραστεί τις δυσκολίες του χωρίς φόβο και ενοχή. Η διατροφή, άλλωστε, δεν είναι μια αποστειρωμένη εξίσωση· είναι βαθιά συνδεδεμένη με τη μνήμη, τη χαρά, την απογοήτευση, ακόμα και με την αυτοεικόνα μας. Το όριο μεταξύ επιστημονικής καθοδήγησης και συναισθηματικής στήριξης υπάρχει – αλλά δεν είναι τείχος. Η επιστήμη μου δίνει το πλαίσιο, η καρδιά μου δίνει τον τρόπο. Δεν είμαι ψυχοθεραπεύτρια, αλλά ξέρω πως αν ο άνθρωπος απέναντί μου δεν νιώσει αποδοχή και κατανόηση, καμία γνώση δεν θα καρπίσει. Η αλήθεια βρίσκεται στη συνάντηση των δύο: η ακρίβεια της επιστήμης συναντά την ευαισθησία της ανθρώπινης σχέσης. Κι εκεί, ανάμεσα, γεννιέται η πραγματική αλλαγή. Συχνα λέω ότι είμαι επαγγελματίας διαιτολόγος με καρδια θεραπεύτριας που αγαπά την δομή όχι την φυλακή και δρά δημιουργικά και με αυθεντικότητα
-Αν μπορούσατε να περάσετε ένα και μόνο μήνυμα μέσα από αυτό το βιβλίο, ποιο θα ήταν; Τι θέλετε να κρατήσει ο αναγνώστης όταν κλείσει την τελευταία σελίδα;
Αν μπορούσα να αφήσω μόνο ένα μήνυμα, θα ήταν αυτό: ότι η σχέση μας με το φαγητό είναι ένας καθρέφτης της σχέσης μας με τον εαυτό μας. Δεν υπάρχει “τέλειο σώμα” ούτε “τέλεια δίαιτα”∙ υπάρχει μόνο η προσπάθεια να αγαπήσουμε και να φροντίσουμε τον εαυτό μας λίγο περισσότερο κάθε μέρα.
Θα ήθελα, όταν ο αναγνώστης κλείσει την τελευταία σελίδα, να μη σκεφτεί τι “πρέπει” να κόψει, αλλά τι αξίζει να προσθέσει στη ζωή του: περισσότερη γεύση, περισσότερη ισορροπία, περισσότερη καλοσύνη προς τον εαυτό του. Γιατί τελικά η διατροφή δεν είναι μια μάχη να κερδηθεί, αλλά ένας διάλογος να καλλιεργηθεί.
Κι αν το βιβλίο καταφέρει να σπείρει αυτό τον σπόρο –ότι η φροντίδα του σώματος είναι μια μορφή αγάπης και όχι τιμωρίας– τότε νιώθω πως ο σκοπός του έχει ήδη επιτευχθεί.